Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Οσο βαρούν τα σιδερα - Φουσταλιεράκης



Στίχοι : Παραδοσιακό (Οι απόψεις διίστανται)
Μουσική : Στέλιος Φουσταλιεράκης
Πρώτη εκτέλεση : Γιάννης Μπερνιδάκης - Μπαξεβάνης


Στίχοι:


Όσο  βαρούν  τα  σίδερα  αμάν  αμάν,
βαρούν  τα  μαύρα  ρούχα.
------
Γιατί  τα  φόρεσα  κι  εγώ  αμάν  αμάν,
για  μιαν  αγάπη  (α)που  ‘χα.
------
Είχα  και  (υ)στερήθηκα  κόσμε  ψεύτη,
θυμούμαι  και  στενάζω.
------
Άνοιξε  γης  μέσα  να  μπω  αμάν  αμάν,
κόσμο  να  μη  κοιτάζω.
Η ιστορία:

     Την δεκαετια '25-'35 επηρεαζεται και η μουσικη της Κρητης,απο την κουλτουρα των προσφυγων,και καθως γεννιοταν το Ρεμπετικο,στην Κρητη αρχισαν τα λεγομενα Κρητικο-ρεμπετικα,Ταμπαχανιωτικα..Χαρακτηριστικο δειγμα αυτο το παραδοσιακο Κρητικο της εποχης,που πρωτος ηχογραφησε ο Στελιος Φουσταλιερης.
     Πιθανόν παραδοσιακή μελωδία των αρχών του αιώνα, που πρώτος κατέγραψε στη δισκογραφία ο Στέλιος Φουσταλιεράκης, με τη φωνή του Ιωάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη το 1938 .Οι στίχοι περιλαμβάνουν παραλλαγές από παλαιότερο σμυρναίικο τραγούδι του προηγούμενου αιώνα, που ηχογραφήθηκε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1910 με τίτλο "Βαρύτερα απ' τα σίδερα"
Το ίδιο τραγούδι τραγούδησε στις Η.Π.Α. με άλλους στίχους η Μαρίκα Παπαγκίκα.



Λίγα λόγια για τον Στέλιο Φουσταλιεράκη:

        Γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου του 1911 στο Ρέθυμνο. Πήρε το όνομα του πατέρα του, που σκοτώθηκε σε ατύχημα προτού αυτός γεννηθεί. Πηγαίνει μέχρι την τρίτη Δημοτικού σε νυχτερινό σχολείο, μαθαίνει όμως και την τέχνη του ρολογά. 13 χρονών με την πρώτη του πληρωμή και τη μεσολάβηση του πατριού του αγοράζει το πρώτο μπουλγαρί του.
 «Την εποχή αυτή το Ρέθυμνο ήταν γεμάτο από μπουλγαριά. Κάθε ταβέρνα είχε κι από ένα. Εκεί πήρα τα πρώτα μου ακούσματα. Έβλεπα τους άλλους που παίζανε και –στο λόγο της αντρικής μου τιμής - έκλαιγα!…».
       Δυο χρόνια αργότερα, μόλις 15 χρονών, συμμετείχε στο πρώτο του γλέντι ως οργανοπαίχτης με το συγκρότημα του θείου του Αντώνη Καρεκλά, ονομαστού λυράρη της εποχής του. Έτσι με τα πρώτα ακούσματα από τις ταβέρνες του Ρεθύμνου και τη συνεργασία του με τον Καρεκλά, ο Φουσταλιέρης αρχίζει σιγά-σιγά να παίζει με το μπουλγαρί του απ’ όλα: συρτό, πεντοζάλια, πηδηχτά καστρινά, ταξίμια καθιστικά «αχόρευτα, της ταβέρνας, της παρέας», ακόμη και ρεμπέτικα.
«Ο Καρεκλάς ... συχνά «αλάφρωνε» το δοξάρι και άνοιγε δρόμο για να περνάω εγώ μπροστά. Σιγά - σιγά πήρα δρόμο, πετάχτηκα, έφυγα, απομακρύνθηκα από τη λύρα κι έκανα δικιά μου κυβέρνηση, δικό μου συγκρότημα!...».
Συνεργάστηκε και με άλλους λυράρηδες όπως το Σοφοκλή Παπατζανή, το Γιώργο Πατεράκη, το Γιουλούντα και πολλούς άλλους ακόμα. Το 1930, αγόρασε το δεύτερο μπουλγαρί του που δεν το αποχωρίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του:
«…εγώ το ’χω από τρίτο χέρι και τό ’χω 52 χρόνια...»
         Το 1934 ο Στέλιος Φουσταλιέρης φεύγει από την Κρήτη. Στον Πειραιά έπιασε αρχικά δουλειά σα βοηθός σε ρολογάδικο. Στο καφενείο του Μπάτη στην πλατεία Καραϊσκάκη, γνωρίζεται με όλα τα μεγάλα ονόματα του ρεμπέτικου όπως το Μάρκο Βαμβακάρη, τον Παναγιώτη Τούντα, το Γιάννη Παπαϊωάννου, το Στράτο Παγιουμτζή, τον Μπαγιαντέρα, τον Τσιτσάνη κ.ά.
Την ίδια εποχή μπαίνει και στη δισκογραφία και συνεργάζεται με τον Αντώνη Καρεκλά, τον επίσης Ρεθυμνιώτη Γιάννη Μπερνιδάκη (ή Μπαξεβάνη όπως έμεινε γνωστός), τον Κώστα Καρίπη, το Στέλιο Χρυσίνη το Βαγγέλη Φραγκιαδάκη, το Στελλάκη Περπινιάδη κ.ά.
Μεταπολεμικά αν και συνεχίζει τη συνεργασία του με τον Μπερνιδάκη, και για πολλά χρόνια παραμένουν αχώριστοι και στο πάλκο και στα πανηγύρια, ηχογράφησε μόνο τρεις δίσκους, με το Θεοχάρη Ζωγράφο και το Γιώργο Τζιμάκη στο τραγούδι. Από το 1937 που επέστρεψε στο Ρέθυμνο και μέχρι το 1992 που πέθανε ο Στέλιος Φουσταλιεράκης ζούσε συνδυάζοντας πάντοτε τις δύο μεγάλες του αγάπες: την τέχνη του ρολογά και το μπουλγαρί.



  
http://rebetiko.sealabs.net/wiki/mediawiki/index.php/%CE%A3%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%A6%CE%BF%CF%85%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%AD%CF%81%CE%B7%CF%82
 http://kanellatou.gr/el/moysiko-arxeio/lyrics/item/154-chania-oso-varoun-ta-sidera.html

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

''Νύχτωσε χωρις φεγγάρι'' - Αποστολος Καλδάρας



Μουσική-Στίχοι: Απόστολος Καλδάρας
Πρώτη εκτέλεση:
Στέλλα Χασκήλ
Άλλες ερμηνείες:  Σωτηρία Μπέλου-Καιτη Γκρέυ κ.α.


Στίχοι:


Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι βαθύ
κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί

Αραγε τι περιμένει απ' το βράδυ ως το πρωί
στο στενό το παραθύρι που φωτίζει το κελί;

Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί
τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή; 

    
Τραγούδι-σταθμός στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, που το έγραψε ο Απ. Καλδάρας σε ηλικία 21 ετών, σε συνεργασία με τον έμπειρο δημιουργό Σπύρο Περιστέρη και αποτυπώνει τις σκληρές συνθήκες της εμφύλιας αντιπαράθεσης, που εκδηλώθηκε φανερά πλέον με την εξέγερση του Δεκέμβρη του 1944, μετά την απόφαση των Άγγλων να «καθαρίσουν» το ελληνικό τοπίο από τους διαφω-νούντες με αυτούς.
     Ο νεαρός τότε Απόστολος Καλδάρας (1923 - 1990), συγκινημένος από τις πρώτες συλλήψεις και καταδίκες αριστερών αγωνιστών, λόγω της εξέγερσης, θα καταφέρει, μετά από αυτολογοκριτικές παρεμβάσεις, να περάσει στη δισκογραφία ένα από τα ωραιότερα και πλέον αποκαλυπτικά τραγούδια της εμφυλιακής περιόδου, το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», που θα γίνει κι αυτό -όπως και το «Κάποια μάνα αναστενάζει» των Τσιτσάνη - Μπακάλη- σύμβολο ενότητας του ελληνικού λαού.
     Το τραγούδι χρησιμοποιεί τον κώδικα σκοταδιού - φωτός για να απεικονίσει παραστατικά τη νέα τυραννία που επικράτησε στη χώρα, αμέσως μετά τη γερμανική Κατοχή και την ανελευθερία που ακολούθησε και οφείλεται στην αγγλοαμερικανική επέμβαση και που τελικά μας οδήγησε για τα καλά στον ολέθριο Εμφύλιο Πόλεμο.
      Η τότε κυβέρνηση -μέσω της επιτροπής λογοκρισίας- απαγόρευσε το τραγούδι γιατί μιλούσε για τα βάσανα του φυλακισμένου.


Πως γράφτηκε:



    Ο Απόστολος Καλδάρας, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, αφηγείται σχετικά με το τραγούδι: "Ήταν λίγο μετά τη γερμανική κατοχή. Τότε που οι διώξεις, οι εκτελέσεις, οι εκτοπίσεις των αριστερών ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ήμουν τότε στη Θεσσαλονίκη, κι ένα σούρουπο βλέπω στα κάστρα του Γεντί Κουλέ μερικές σιλουέτες κρατουμένων. Αυτό ήταν! Έτσι γράφτηκε το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι».
     Απο οσα ειπε σε συνέντευξη του ο ίδιος ο δημιουργος προς τον Παναγιώτη Κουνάδη το φθινόπωρο του 1989, αναφέρονται όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με την ιδέα της δημιουργίας του τραγουδιού. Λέει λοιπόν ο Καλδάρας: «Αυτό το τραγούδι το 'χα εμπνευστεί από μια μικρή ιστοριούλα. Τότε ήμουν στη Θεσσαλονίκη, με την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά το Δεκέμβρη αρχίσαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών, των κομμουνιστών, που τους πιάναν και τους κλείναν στο Γεντί Κουλέ. Εγώ τότε είχα ένα φίλο με τον οποίο συνεργαζόμαστε, στα διάφορα κουτούκια εκεί πέρα, ονόματι -καλή του ώρα κι αυτός πέθανε, Θεός σχωρέστον- τον Μίγκο. Τον Χρήστο τον Μίγκο. Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη επάνω, κάτω από το Επταπύργιο -το Γεντί Κουλέ. Και μ' έπαιρνε ταχτικά να πάμε να πιούμε κανένα ουζάκι στη γριά, έτσι την έλεγε τη μάνα του. Πίναμε τα ουζάκια, τα λέγαμε. Διάφορα πράγματα για τη δουλειά από δω, από 'κει. Λοιπόν μια φορά έφυγα, θυμάμαι ήταν σούρουπο κι εκεί που φεύγαμε το βλέπω -δεν ξέρω έτσι κι άλλες φορές το 'βλεπα. Εκείνη τη φορά μου 'κανε εντύπωση πως ήταν σούρουπο, η βραδιά διαφορετική, ποιος ξέρει και βλέπω τη σιλουέτα του Επταπυργίου, των τειχών εκεί πέρα που ήταν οι φυλακές και μου 'κανε εντύπωση. Κοίτα, τώρα λέω, εκεί μέσα πίσω απ' τα τείχη αυτά είναι οι φυλακές. Και 'κει μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι αυτή η εικόνα μου 'δωσε την έμπνευση να γράψω το τραγούδι αυτό. Το 'γραψα τότε στις αρχές του '45. Μετά τα Δεκεμβριανά, τότε που πιάναν τους αριστερούς θυμάμαι». Σε ερώτηση του Π. Κουνάδη, αν το τραγούδι αυτό ήταν αφιερωμένο σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ο Απ. Καλδάρας απάντησε: «Όχι γενικά. Πλην όμως είχε διαδοθεί. Εγώ το 'πα σ' ένα-δυό πρόσωπα για ποιο λόγο έγραψα το τραγούδι, αυτοί το 'παν σ' άλλους και ούτω καθεξής. Έτσι έκατσα κι έγραψα το τραγούδι αυτό. Αλλά δεν το είχα γράψει όπως είναι στο δίσκο. Ήταν:

Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ,
Κι όμως ένα παλληκάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί.

Άραγε τι περιμένει όλη νύχτα ως το πρωΐ
Στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελλί.

Όχι «Που φωτίζει με κερί». Αυτό δεν λέει τίποτα. Αλλά αναγκάστηκα για τη λογοκρισία να το βάλω έτσι. Ο τρίτος στίχος είναι:

Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί,
Τι έχει κάνει και το 'ρίξαν το παιδί στη φυλακή.

Και μετά τ' άλλαξα τελείως, διότι το 'χε κόψει η λογοκρισία και το 'βαλα έτσι όπως είναι σήμερα. Και έγινε επιτυχία πάλι και μ' αυτά τα λόγια».



Λίγα λόγια για τον Απόστολο Καλδάρα:


    Ο Απόστολος Καλδάρας γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 7 Απριλίου 1922. Τέλειωσε το Γυμνάσιο και ασχολήθηκε στην αρχή ερασιτεχνικά με το μπουζούκι. Στη διάρκεια όμως της Κατοχής ασχολήθηκε επαγγελματικά με αυτό το μουσικό όργανο και βεβαίως με τη μουσική που αυτό εκπροσωπούσε. Έτσι ο Απόστολος Καλδάρας (ή Καρδάρας, που φέρονταν ως πραγματικό επίθετο) εξελίχθηκε σε έναν από τους αξιολογότερους μουσικοσυνθέτες και στιχουργούς του νεότερου ρεμπέτικου τραγουδιού. Το ρεμπέτικο όμως το οποίο και τον ανέδειξε και τον κατέταξε στους μεγαλύτερους μουσικοσυνθέτες και στιχουργούς του είδους αυτού ήταν το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι".
Ο Απόστολος Καλδάρας πέθανε στις 8 Απριλίου 1990.


Πηγές:

http://www.rembetiko.gr/forums/showthread.php?16338-%CD%FD%F7%F4%F9%F3%E5-%F7%F9%F1%DF%F2-%F6%E5%E3%E3%DC%F1%E9
http://www.hellenica.de/Griechenland/Musik/GR/ApostolosKaldaras.html